- ἀποτροπία
- ἀποτροπ-ία, [dialect] Ep. [suff] ἀποτροπ-ίη, ἡ, poet. for foreg. 1,A
οὐ γάρ τις ἀ. θανάτοιο A.R.4.1504
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐ γάρ τις ἀ. θανάτοιο A.R.4.1504
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποτροπίαν — ἀποτροπίᾱν , ἀποτροπία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτροπίη — ἀποτροπία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)